Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μερκαντιλισμός [s. masch.] Μεσαίωνας {χωρ. πληθ...
μερκαντιλιστής [s. masch.] Μεσαιωνικός [agg.]
μερκαντιλιστικός [agg.] μεσαιωνισμός [s. masch.]
μερμήγκι [s. nt.] Μεσακάνθιος [agg.]
μεροδουλευτής [s. masch.] μεσανατολικός [agg.]
μεροκαματιάρηδες [s. masch.] μεσάνυχτα {χωρ. γεν....
μεροκαματιάρης {μεροκαματ... μεσαύλι {χωρ. γεν....
μεροκάματο [s. nt.] μεσεγγυητής {μεσεγγυητ...
μεροληπτικά [avv.] Μεσεγκέφαλος {μεσεγκεφά...
μεροληπτικός [agg.] Μεσέγχυμα [s. nt.]
μεροληπτικότητα [s. femm.] μεσεμβρινός [agg.]
μεροληπτώ {μεροληπτε... Μεσεντερικός [agg.]
μεροληπτών [agg.] Μεσεντέριο [s. nt.]
μεροληψία [s. femm.] Μεσεντερίτιδα [s. femm.]
μέρος {μέρ-ους |... μέση {χωρ. γεν....
μερσεριζέ [agg.] μεσήλικας [s. masch.]
μερσερισμός [s. masch.] μεσημβρία {μεσημβριώ...
μερσίνα [s. femm.] μεσημβρινός [agg.]
μερσίνη [s. femm.] μεσημέρι {μεσημερ-ι...
μερτικό [s. nt.] μεσημεριανός [agg.]
μέσα [s. nt. pl.] μεσημεριάτικος [agg.]
μέσα [avv.] μεσιανός [agg.]
μεσάζοντας [s. masch.] μεσίστιος [agg.]
μεσάζων {μεσάζ-οντ... μεσιτεία {μεσιτειών...
μεσαίος [agg.] μεσίτευση [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: