Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μελοδραματικός [agg.] μεμψιμοιρώ {μεμψιμοιρ...
μελοδραμάτιον [s. nt.] μεν [cong.]
μελομανής [s. masch.] μενδελικός [agg.]
Μελομανία [s. femm.] μενδελισμός [s. masch.]
Μελοποιία [s. femm.] Μενέλαος {-ου κ. -ά...
μέλος {μέλ-ους |... μενεξελής [agg.]
μέλπω [v.] μενεξές {μενεξέδες...
μελτέμι [s. nt.] μενθόλη [s. femm.]
μελωδία {μελωδιών} μένος {μένους | ...
μελωδικά [avv.] μενού [s. nt.]
μελωδικός [agg.] μενσεβικικός [agg.]
μελωδικότητα [s. femm.] μενσεβικισμός [s. masch.]
μελωδός [s. masch. e femm.] μενσεβίκος [s. masch.]
μελωδώ {μελώδεις.... μέντα {χωρ. γεν....
μελωμένος [agg.] μενταγιόν [s. nt.]
μεμβράνα [s. femm.] μεντεσές {μεντεσέδε...
μεμβράνη {μεμβρανών... μεντζάνα [s. femm.]
μεμβρανώδης {μεμβρανώδ... μέντιουμ [s. nt.]
μεμιάς [avv.] μέντορας [s. masch.]
μεμονωμένα [avv.] μέντωρ [s. masch.]
μεμονωμένος [agg.] μένω αόρ. έμειν...
μεμπτός [agg.] μεξικανικός [agg.]
μέμφομαι {μέμφθηκα ... Μεξικανός [agg. e s. masc.]
μεμψιμοιρία [s. femm.] Μεξικό [s. nt.]
μεμψίμοιρος [agg.] μέρα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: