Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μειονεκτικός [agg.] μελανάδα [s. femm.]
μειονεκτικότητα [s. femm.] μελάνη {μελανών}
μειονεκτών [agg.] μελανής [agg.]
μειονεξία {χωρ. πληθ... Μελανησιακός [agg.]
μειονότητα {μειονοτήτ... Μελανήσιος [agg. e s. masc.]
μειούμενος [agg.] μελάνι {μελαν-ιού...
μειοψηφία [s. femm.] μελανιά [s. femm.]
μειωμένος [agg.] μελανιάζω {μελάνιασ-...
μειώνομαι [v.] μελάνιασμα [s. nt.]
μειώνω {μεί-ωσα, ... μελανιασμένος [agg.]
μείωση {-ης κ. -ώ... μελανίνη {χωρ. πληθ...
μειώσιμος [agg.] μελανισμός [s. masch.]
μειωτέος [s. masch.] μελανόδερμος [agg.]
μειωτήρας [s. masch.] μελανοδοχείο [s. nt.]
μειωτικός [agg.] μελανός [agg.]
Μέκκα [s. femm.] μελανούρι {μελανουρ-...
μελαγχολία {μελαγχολι... Μελανουρία [s. femm.]
μελαγχολικά [avv.] μελανοχίτωνας {μελανοχιτ...
μελαγχολικός [agg.] μελάνωμα {μελανώμ-α...
μελαγχολικότητα [s. femm.] μελανώνω {μελάνω-σα...
μελαγχολώ {μελαγχολε... μελανωπός [agg.]
μελάγχρους {μελάγχρ-ο... μελάνωση {-ης κ. -ώ...
μελαγχρωστικός [s. masch.] μελανωτής [s. masch.]
μέλαθρον {μελάθρ-ου... μέλας {μέλ-ανος,...
μέλαινα [s. femm.] μελάσα {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: