Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μεγαλόφωνος [agg.] μεγεθυντικός [agg.]
μεγαλοφώνως [avv.] μεγεθύνω (μεγέθ-υνα...
μεγαλόψυχα [avv.] μεγιστάνας [s. masch.]
μεγαλοψυχία [s. femm.] μέγιστο [s. nt.]
μεγαλόψυχος [agg.] μεγιστοποιημένος [agg.]
μεγαλυνάρια [s. nt. pl.] μεγιστοποίηση {-ης κ. -ή...
μεγάλυνση [s. femm.] μεγιστοποιώ {μεγιστοπο...
μεγάλυνσις [s. femm.] μέγιστος {υπερθ. το...
μεγαλυντικός [agg.] μέγκενη {δύσχρ. με...
μεγαλύνω [v.] μεδούλι {μεδουλ-ιο...
μεγαλύτερος [agg.] μέδουσα {μεδουσών}
μεγάλωμα {μεγαλώματ... μεζεδάκια [s. nt. pl.]
μεγαλωμένος [agg.] μεζεδοπωλείο [s. nt.]
μεγαλώνω {μεγάλω-σα... μεζεκλής {μεζεκλήδε...
μεγάλως [avv.] μεζές {μεζέδες} ...
Μεγάποδα [s. nt. pl.] μεζούρα [s. femm.]
μέγαρο {μεγάρ-ου ... μεθαδόνη {χωρ. πληθ...
μέγας {μεγάλ-ου ... μεθάνιο {μεθανίου}
μεγάτιμος [agg.] μεθανόλη [s. femm.]
μεγάφωνο {μεγαφών-ο... μεθαύριο [avv.]
μέγεθος {μεγέθ-ους... μέθεξη [s. femm.]
μεγεθυμένος [agg.] μεθερμήνευση [s. femm.]
μεγεθύνομαι [v.] μεθερμηνεύω {μεθερμήνε...
μεγέθυνση {-ης κ. -ύ... μέθη {χωρ. πληθ...
Μεγεθυντήρας [s. masch.] Μεθιστορία [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: