Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μακροσωμία [s. femm.] μαλακός [agg.]
μακρουλός [agg.] μαλακότητα [s. femm.]
μακροφωτογραφία [s. femm.] μαλακτικό [s. nt.]
μακροχειλία [s. femm.] μαλακτικός [agg.]
Μακροχειρία [s. femm.] μαλάκυνση {-ης κ. -ύ...
μακροχρόνιος [agg.] μαλάκωμα [s. nt.]
μακρυά [avv.] μαλακωμένος [agg.]
μακρυμάλλης {μακρυμάλλ... μαλακώνω {μαλάκω-σα...
μακρυμάλλικος [agg.] μάλαμα {μαλάματος...
μακρύνω μτχ. παρκ.... μάλαμαν [s. nt.]
μακρύς {μακρ-ιού ... μαλαματοκαπνίζω (μαλαμ(ατ)...
μακρύτερα [avv.] μαλαματοκάπνισμα [s. nt.]
μακρύτερος [agg.] μαλαματοκαπνισμένος [agg.]
μάκτρο [s. nt.] μαλαματώνω {μαλαμάτω-...
μαλαγανιά [s. femm.] μαλαμοκαπνίζω (μαλαμ(ατ)...
μάλαγμα [s. nt.] μαλαμοκάπνισμα [s. nt.]
μαλάζω {μάλα-ξα, ... μαλαμοκαπνισμένος [agg.]
Μαλαισία [s. femm.] μάλαξη {-ης κ. -ά...
Μαλαισιανός [s. masch.] Μαλαχίας [s. masch.]
μαλαίσιος [agg.] μαλαχίτης {χωρ. πληθ...
μαλακά [s. nt. pl.] μαλθακός [agg.]
μαλάκας {χωρ. γεν.... μαλθουσιανισμός [s. masch.]
μαλακία {μαλακιών} μάλις [s. femm.]
μαλακίζομαι {μαλακίσ-τ... μάλιστα [avv.]
μαλάκιο {μαλακί-ου... μαλλί {μαλλ-ιού ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: