Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μαγνητοφωνώ {μαγνητοφω... μαζικός [agg.]
μαγνητοχημεία {χωρ. πληθ... μαζούρκα [s. femm.]
μάγος [s. masch.] μαζούτ [s. nt.]
μαγουλάδες [s. masch. pl.] μαζοχισμός [s. masch.]
μάγουλο [s. nt.] μαζοχιστής [s. masch.]
Μαγυάρος [agg. e s. masc.] μαζοχιστικός [agg.]
μαδάρα [s. femm.] μάζωξη {-ης | -ώξ...
μαδαρός [agg.] Μάης {-η κ. (λα...
Μαδέρα [nome pr. femm.] μαθαίνω {έμαθα, μα...
μαδέρι {μαδερ-ιού... μαθές [avv.]
μάδημα [s. nt.] μάθημα {μαθήμ-ατο...
μαδημένος [agg.] μαθηματικά [s. nt. pl.]
μαδριγάλιο [s. nt.] μαθηματική [s. femm.]
μαδριλένικος [agg.] μαθηματικός [agg.]
Μαδριλένος [agg. e s. masc.] μαθηματικός [s. masch. e femm.]
μαδώ {μαδάς... ... μαθημένος [agg.]
μαεστρία [s. femm.] μάθηση {-ης κ. -ή...
μαέστρος [s. masch.] μαθητεία {μαθητειών...
μάζα {μαζών} μαθητές [s. masch. pl.]
μάζεμα [s. nt.] μαθητευόμενος [agg.]
μαζεμένος [agg.] μαθητής {-ή κ. (λό...
μάζες [sost femm. pl.] μαθητικός [agg.]
μαζεύομαι λαϊκότρ. α... μαθητόκοσμος {χωρ. πληθ...
μαζεύω {μάζ-εψα (... μαθήτρια {μαθητριών...
μαζί [avv.] μαθός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: