Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
λούρον [s. nt.] λουτρά [s. nt. pl.]
λούρος [s. masch.] λουτρακίζομαι [v. pass.]
λουρπάρδα [s. femm.] λουτράρης {λουτράρηδ...
λουσαρίζω (λουσ-άρισ... λουτράρισσα {λουτρα-ρι...
λουσαρισμένος [agg.] λουτρικός [agg.]
λουσάρω {λουσάρισ-... λουτρό [s. nt.]
λουσάτος [agg.] λουτροθεραπεία {λουτροθερ...
λούση [agg.] λουτρόπολη {-ης κ. -ό...
λούσιμο {λουσίμ-ατ... λουτρουγώ [v. trans e intr.]
λουσμένος {λουομέν-ο... λούτσα {χωρ. γεν....
λούσο [s. nt.] λούφα {χωρ. πληθ...
λουστραδόρος [s. masch.] λουφαδόρος [s. masch.]
λουστράκος [s. masch.] λουφάζω μππ. λουφα...
λουστράρισμα [s. nt.] λουφάρω {λούφαρα κ...
λουστραρισμένος [agg.] λουφατζής [agg.]
λουστράρω {λουστράρι... λουχιέρης [s. masch.]
λουστρίνι {λουστριν-... λουχτούκισμα [s. nt.]
λουστρίνια [s. nt. pl.] λουχτουκιώ [v.]
λούστρο {χωρ. πληθ... λούω [v. trans.]
λούστρος [s. masch.] λοφίο [s. nt.]
λουτεΐνη [s. femm.] λοφιοφόρος [agg.]
λουτειργώ [v. trans e intr.] λοφίσκος [s. masch.]
λουτήρας [s. masch.] λόφοι [s. masch. pl.]
λουτουργία [s. femm.] λόφος [s. masch.]
λουτρ [s. nt.] λοφώδης {λοφώδ-ους...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: