Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
λιπιδικός [agg.] λιρέτα {λιρετών}
λιπίδιο {λιπιδί-ου... λιρέττα {λιρετών}
λιποβαρής {λιποβαρ-ο... Λισαβόνα [nome pr. femm.]
λιποδιαλυτός [agg.] Λισαβώνα [nome pr. femm.]
λιποειδές [agg.] λισγάρι {λισγαρ-ιο...
λιποθυμάω μππ. λιποθ... Λισσαβόνα [s. femm.]
λιποθυμία {λιποθυμιώ... λίστα {δύσχρ. λι...
λιποθυμισμένος [agg.] λιτά [avv.]
λιπόθυμος [agg.] λιτανεία {λιτανειών...
λιποθυμώ {λιποθυμάς... λιτανεμένος [agg.]
λιπομαρτυρία {λιπομαρτυ... λιτανευτικός [agg.]
λιποματώδης [agg.] λιτανεύω {λιτάνεψα}...
λιπομάτωση [s. femm.] λιτοδίαιτος [agg.]
λίπος {λίπ-ους |... λιτός [agg.]
λιπόσαρκος [agg.] λιτότατος [agg.]
λιποσάρκωμα [s. nt.] {ο λιτότερος [agg.]
λιποτάκτης {λιποτακτώ... λιτότητα {χωρ. πληθ...
λιποτακτώ {λιποτακτε... λίτρο [s. nt.]
λιποταξία {λιποταξιώ... λίφτιγκ [s. nt.]
λιποτρόπος [agg.] λιχνίζω {λίχνισ-α,...
λιπόψυχος [agg.] λίχνισμα [s. nt.]
λιποψυχώ {λιποψυχεί... λιχνισμένος [agg.]
λιπώδης {λιπώδ-ους... λιχνιστής [s. masch.]
λίπωμα {λιπώμ-ατο... λίχνος [agg.]
λίρα {λιρών} λιχνώ [v.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: