Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
λιγοψυχιά [s. femm.] λιθογραφείο [s. nt.]
λιγόψυχος [agg.] λιθογράφημα {λιθογραφή...
λιγοψυχώ [-είς, -εί... λιθογραφημένος [agg.]
λιγυρός [agg.] λιθογραφία {λιθογραφί...
λιγωμάρα [s. femm.] λιθογραφικός [agg.]
λιγωμένος [agg.] λιθογράφος [s. masch. e femm.]
Λιέγη [nome pr. femm.] λιθογραφώ {-είς...} ...
λίζινγκ [s. nt.] λιθοδομή [s. femm.]
λιζοερωτόδουλος [agg.] λιθοδομία {λιθοδομιώ...
λιθάνθρακας {λιθανθράκ... λιθοδομώ [-είς, -εί...
λιθάρι {λιθαρ-ιού... λιθοειδής [agg.]
λιθαρομάργαρον [s. nt.] λιθοκόπος [s. masch.]
λιθαρόπουλον [s. nt.] λιθολάξευτον [s. nt.]
λιθίαση [s. femm.] λιθολογία [s. femm.]
λίθινος [agg.] λιθολογικός [agg.]
λιθιούχος [agg.] Λιθολόγος [s. masch.]
λιθιώννω [v.] λιθομάργαρον [s. nt.]
λιθοβόλημα [s. nt.] λιθομαργαρόχρυσον [s. nt.]
λιθοβολημένος [agg.] λιθοξόος [s. masch.]
λιθοβολία {χωρ. πληθ... λίθος [s. masch.]
λιθοβολισμός [s. masch.] λιθοστρωματογραφία [s. femm.]
λιθοβολώ {λιθοβολεί... λιθοστρωμένος [agg.]
λιθοβολών [s. masch.] λιθοστρώνω {λιθόστρω-...
λιθογένεση [s. femm.] λιθόστρωση {-ης κ. -ώ...
λιθογλυφία {λιθογλυφι... λιθόστρωτο [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: