Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
λιβανιστής [s. masch.] λιγδιάρης [agg.]
λίβανος {λιβάν-ου ... λιγδιασμένος [agg.]
λιβανωτό [s. nt.] λιγδωμένος [agg.]
λιβανωτός [s. masch.] λιγδώνω {λίγδω-σα,...
λίβας {χωρ. πληθ... λίγκα {χωρ. γεν....
λιβελογράφημα [s. nt.] λιγνάδα [s. femm.]
λιβελογραφικός [agg.] λιγνεύω {λίγνεψα} ...
λιβελογράφος [s. masch. e femm.] λιγνίνη [s. femm.]
λίβελος [s. masch.] λιγνίτης {λιγνιτών}
Λιβερία [nome pr. femm.] λιγνιτωρυχείο [s. nt.]
λιβεριανός [s. masch.] λιγνός [agg.]
λίβιγκ ρουμ [s. nt.] λίγο [avv.]
Λιβόρνο [nome pr. nt.] λιγόζωος [agg.]
λίβρα [s. femm.] λιγοθυμάω μππ. λιγοθ...
λιβρέα {λιβρεών} λιγοθυμία, (raro) λιγοθυμιά [s. femm.]
Λίβυα [s. femm.] λιγοθυμισμένος [agg.]
Λιβύη [nome pr. femm.] λιγοθυμώ {λιγοθυμάς...
λιβυκός [agg.] λίγοι [s. masch. pl.]
Λίβυος ο πληθ. Λι... λίγο–λίγο [avv.]
λιγάκι [avv.] λιγομίλητος [agg.]
λίγδα {χωρ. γεν.... λίγος [agg.]
λιγδερός [agg.] λιγόστεμα [s. nt.]
λιγδιά [s. femm.] λιγοστεμένος [agg.]
λιγδιάζω {λίγδιασ-α... λιγοστεύω {λιγόστ-εψ...
λιγδιάζω {λίγδιασ-α... λιγοστεύω {λιγόστ-εψ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: