Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
λέπρα {χωρ. πληθ... λεπτομερέστατος [agg.]
λεπροκομείο [s. nt.] λεπτομερέστερος [agg.]
λεπρός [agg.] λεπτομερής {λεπτομερ-...
λέπρωμα [s. nt.] λεπτομερώς [avv.]
λεπτά τα λεπτόνιο [s. nt.]
λεπτά [avv.] λεπτός [agg.]
λεπταίνω {λέπτυνα} ... λεπτόσωμος [agg.]
λεπταίνω {λέπτυνα} ... λεπτότατος [agg.]
λεπτεπίλεπτος [agg.] λεπτότερος [agg.]
λεπτό [s. nt.] λεπτοτεχνία {χωρ. πληθ...
λεπτοαλέθω [v. trans.] λεπτότητα {χωρ. πληθ...
λεπτόγαιος [agg.] λεπτουργική [s. femm.]
λεπτόγειος [agg.] λεπτουργός [s. masch. e femm.]
λεπτοδείκτης {λεπτοδεικ... λεπτοφυέστατος [agg.]
λεπτοδουλεμένος [agg.] λεπτοφυέστερος [agg.]
λεπτοκαμωμένα [avv.] λεπτοφυής {λεπτοφυ-ο...
λεπτοκαμωμένος [agg.] λεπτύνομαι [v. pass.]
λεπτοκέφαλος [s. masch.] λέπτυνση {-ης κ. -ύ...
λεπτολογία [s. femm.] λεπτύνω (λέπτυνα)
λεπτολόγος [agg.] λέπυρο {λεπύρ-ου ...
λεπτολογώ {λεπτολογε... λέρα {λερών}
λεπτομέρεια {λεπτομερε... λερναίος [agg.]
λεπτομερειακά [avv.] λερός [agg.]
λεπτομερειακός [agg.] λέρωμα [s. nt.]
λεπτομέρειες [sost femm. pl.] λερωματιά [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: