Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
λεκιθίνη {χωρ. πληθ... λεμπουνάρι [s. nt.]
λέκιθος {λεκίθου |... λεμπουνάριν [s. nt.]
λεκτικός [agg.] λεμφαγγειίτιδα {χωρ. πληθ...
λέκτορας {(θηλ. λέκ... λεμφαγγείο [s. nt.]
λεκτόρισσα [s. femm.] λεμφαγγείωμα {λεμφαγγει...
λέλεκας [s. masch.] λεμφαδένας [s. masch.]
λελέκι {λελεκ-ιού... λεμφαδένες [sost femm. pl.]
λεληθότως [avv.] λεμφαδενίτιδα [s. femm.]
λελογισμένος [agg.] λεμφαδενοειδής [agg.]
λεμβοδρομία {λεμβοδρομ... λεμφαδένωμα {λεμφαδενώ...
λέμβος [s. femm.] λεμφατικός [agg.]
λεμβούχος [s. masch.] λεμφικός [agg.]
λεμές {λεμέδες} λεμφογενής [agg.]
λεμικός [agg.] λεμφοειδής {λεμφοειδ-...
λεμονάδα [s. femm.] λεμφοκοκκίωμα {λεμφοκοκκ...
λεμονί [agg.] λεμφοκύτταρο {λεμφοκυττ...
λεμόνι {λεμον-ιού... λεμφοκυτταροπενία [s. femm.]
λεμονιά [s. femm.] λεμφοκυττάρωση {-ης κ. -ώ...
λεμονόκουπα {χωρ. γεν.... λεμφοποίηση [s. femm.]
λεμονοστύφτης [s. masch.] λέμφος [s. femm.]
λεμονόφλουδα {χωρ. γεν.... λεμφοσάρκωμα [s. nt.]
λεμόντουζου [s. nt.] λέμφωμα {λεμφώμ-ατ...
Λεμούριοι [s. masch. pl.] Λένινγκραντ [nome pr. nt.]
λεμούριος [s. masch.] λενινισμός {χωρ. πληθ...
λεμπίδι [s. nt.] λενινιστής [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: