Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
λενινιστικός [agg.] λεπίδι {λεπιδ-ιού...
λενινίστρια [s. femm.] λεπίδιο [s. nt.]
λεντάρι [s. nt.] λεπιδοειδής [agg.]
λέξη {-ης κ. -ε... Λεπιδόπτερα [s. nt. pl.]
λέξημα {λεξήμ-ατο... λεπιδώδης [agg.]
λεξικό [s. nt.] λεπίδωση [s. femm.]
λεξικογραφημένος [agg.] λεπιδωτός [agg.]
λεξικογραφία {χωρ. πληθ... λέπρα {χωρ. πληθ...
λεξικογραφικός [agg.] λεπροκομείο [s. nt.]
λεξικογράφος [s. masch. e femm.] λεπρός [agg.]
λεξικολογία [s. femm.] λέπρωμα [s. nt.]
λεξικολογικός [agg.] λεπτά τα
λεξικολόγος [s. masch. e femm.] λεπτά [avv.]
λεξιλόγιο {λεξιλογί-... λεπταίνω {λέπτυνα} ...
Λεονάρδος [nome pr. masch.] λεπταίνω {λέπτυνα} ...
λεοντάρι [s. nt.] λεπτεπίλεπτος [agg.]
λεονταρισμός [s. masch.] λεπτό [s. nt.]
λέοντας ο γεν. λέο... λεπτοαλέθω [v. trans.]
λεοντή [s. femm.] λεπτόγαιος [agg.]
λεοντίαση {-ης κ. -ά... λεπτόγειος [agg.]
λεοντόκαρδος [agg.] λεπτοδείκτης {λεπτοδεικ...
λεοπάρδαλη {λεοπαρδάλ... λεπτοδουλεμένος [agg.]
λεόπαρδος [nome pr. masch.] λεπτοκαμωμένα [avv.]
λέπι {λεπ-ιού |... λεπτοκαμωμένος [agg.]
λεπίδα [s. femm.] λεπτοκέφαλος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: