Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
λεμφοκύτταρο {λεμφοκυττ... λεοντάρι [s. nt.]
λεμφοκυτταροπενία [s. femm.] λεονταρισμός [s. masch.]
λεμφοκυττάρωση {-ης κ. -ώ... λέοντας ο γεν. λέο...
λεμφοποίηση [s. femm.] λεοντή [s. femm.]
λέμφος [s. femm.] λεοντίαση {-ης κ. -ά...
λεμφοσάρκωμα [s. nt.] λεοντόκαρδος [agg.]
λέμφωμα {λεμφώμ-ατ... λεοπάρδαλη {λεοπαρδάλ...
Λένινγκραντ [nome pr. nt.] λεόπαρδος [nome pr. masch.]
λενινισμός {χωρ. πληθ... λέπι {λεπ-ιού |...
λενινιστής [s. masch.] λεπίδα [s. femm.]
λενινιστικός [agg.] λεπίδι {λεπιδ-ιού...
λενινίστρια [s. femm.] λεπίδιο [s. nt.]
λεντάρι [s. nt.] λεπιδοειδής [agg.]
λέξη {-ης κ. -ε... Λεπιδόπτερα [s. nt. pl.]
λέξημα {λεξήμ-ατο... λεπιδώδης [agg.]
λεξικό [s. nt.] λεπίδωση [s. femm.]
λεξικογραφημένος [agg.] λεπιδωτός [agg.]
λεξικογραφία {χωρ. πληθ... λέπρα {χωρ. πληθ...
λεξικογραφικός [agg.] λεπροκομείο [s. nt.]
λεξικογράφος [s. masch. e femm.] λεπρός [agg.]
λεξικολογία [s. femm.] λέπρωμα [s. nt.]
λεξικολογικός [agg.] λεπτά τα
λεξικολόγος [s. masch. e femm.] λεπτά [avv.]
λεξιλόγιο {λεξιλογί-... λεπταίνω {λέπτυνα} ...
Λεονάρδος [nome pr. masch.] λεπταίνω {λέπτυνα} ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: