Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
λασπότοπος [s. masch.] λατινιστής [s. masch.]
λασπούρα [s. femm.] λατινίστρια [s. femm.]
λασπουριά [s. femm.] λατινοαμερικανικός, λατινοαμερικάνικος [agg.]
λασπώδης {λασπώδ-ου... λατινογενής {λατινογεν...
λάσπωμα [s. nt.] λατινόκοπος [agg.]
λασπωμένος [agg.] λατινοποιώ [v.]
λασπώνω (λάσπ-ωσα,... Λατίνος [agg.]
λασπώνω (λάσπ-ωσα,... Λάτιο {Λατίου}
λασπωτήρας [s. masch.] λατιφούντιο [s. nt.]
λαστέξ [s. nt.] λατομείο [s. nt.]
λαστιχένιος [agg.] λατόμευση [s. femm.]
λάστιχο [s. nt.] λατομημένος [agg.]
λατέξ [s. nt.] λατόμηση [s. femm.]
λατερανικός [agg.] λατόμι [s. nt.]
Λατερανό [nome pr. nt.] λατομία {χωρ. πληθ...
λατέρνα {λατερνών} λατόμος [s. masch.]
λάτζα [s. femm.] λατομώ {λατομείς....
λατζόνι [s. nt.] λάτρα {χωρ. πληθ...
λατζονιά [s. femm.] λατρεία {λατρειών}
λατζόνιν [s. nt.] λατρεμένος [agg.]
λατινίζω {λατίνισα} λατρευτός [agg.]
λατινικά [s. nt. pl.] λατρεύω {λάτρ-ευσα...
λατινικός [agg.] λάτρης {λάτρ-εις,...
λατινικούρα [s. femm.] λάτρις [s. femm.]
λατινισμός [s. masch.] λάτρισσα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: