Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
λάξευμα [s. nt.] λαοφιλέστατος [agg.]
λαξευμένος [agg.] λαοφιλέστερος [agg.]
λάξευση [s. femm.] λαοφιλής {λαοφιλ-ού...
λαξευτής [s. masch.] λαοφίλητος [agg.]
λαξευτός [agg.] λαπαδιάζω {λαπάδιασ-...
λαξεύω {λάξευ-σα,... λαπαδιάζω {λαπάδιασ-...
λαογραφία {χωρ. πληθ... λαπαδιασμένος [agg.]
λαογραφικός [agg.] λάπαθο [s. nt.]
λαογράφος [s. masch. e femm.] λαπαροσκόπηση {-ης κ. -ή...
λαοθάλασσα {χωρ. γεν.... λαπαροτομία {λαπαροτομ...
λαοί [s. masch. pl.] λαπάς {λαπάδες}
Λαοκόων {Λαοκόωντ-... λάπατο [s. nt.]
λαοκρατία [s. femm.] Λάπωνας [s. masch.]
λαοκρατικός [agg.] Λαπωνία [nome pr. femm.]
λαομίσητος [agg.] λαπωνικός [agg.]
λαοπλάνος [s. masch.] λαρδί {λαρδ-ιού ...
λαοπρόβλητος [agg.] Λαρισαία [s. masch.]
λαός [s. masch.] Λαρισαίος [s. masch.]
λαοσύναξη {-ης κ. -ά... Λαρισινή [agg.]
λάου–λάου [avv.] Λαρισινός [agg.]
Λαουρίδες [sost femm. pl.] λάρνακα {λαρνακών}
λαουτέρης [s. masch.] λάρυγγας {λαρύγγων}
λαουτζίκος ο (χωρίς π... λαρύγγι {λαρυγγ-ιο...
λαουτιέρης [s. masch.] λαρυγγικός [agg.]
λαούτο [s. nt.] λαρυγγισμός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: