Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
λάδι {λαδ-ιού |... λαθεμέμος [agg.]
λαδιά [s. femm.] λαθεμένα [avv.]
λαδικό [s. nt.] λαθεμένος [agg.]
λαδολέμονο {χωρ. πληθ... λαθεύω μππ. λαθεμ...
λαδομπογιά [s. femm.] λάθος {λάθ-ους |...
λαδομπογιαντίζομαι [v. pass.] λάθρα [avv.]
λαδομπογιαντίζω (λαδομπογι... λαθραία [s. nt. pl.]
λαδομπογιές [sost femm. pl.] λαθραία [avv.]
λαδόξιδο [s. nt.] λαθραίος [agg.]
λαδόπανο [s. nt.] λαθρακιάζω [v. intr.]
λαδοφάναρο [s. nt.] λαθράκιασμα [s. nt.]
λαδόχαρτο [s. nt.] λαθρακιασμένος [agg.]
λάδωμα {λαδώμ-ατο... λαθραλιεία {χωρ. πληθ...
λαδωμένος [agg.] λαθραναγνώστης {λαθραναγν...
λαδώνω {λάδω-σα, ... λαθραναγνώστρια {λαθραναγν...
λαδωτήρι {λαδωτηρ-ι... λαθρέμπορας [s. masch. e femm.]
Λαέρτης [nome pr. masch.] λαθρεμπόριο [s. nt.]
λαζάνια [s. nt. pl.] λαθρέμπορος [s. masch. e femm.]
Λάζαρος {-ου κ. -ά... λαθρεπιβάτης {λαθρεπιβα...
λάζος [s. masch.] λαθρεπιβάτις [s. femm.]
λαήνα [s. femm.] λαθρεπιβάτισσα {λαθρεπιβα...
λαθάνω [v. intr.] λαθρογαμία {λαθρογαμι...
λαθασμένος [agg.] λαθροθεατής [s. masch.]
λαθασμένως [avv.] λαθροθήρας [s. masch.]
λάθεμα [s. nt.] λαθροθηρία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: