Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κωνόπολη [s. femm.] κωφότητα [s. femm.]
κώνος [s. masch.] κώφωση {-ης κ. -ώ...
Κωνοφόρα [s. nt. pl.] Λ, λ [s. nt.]
κωνοφόρος -α/-ος -ο λα [s. nt.]
κωνσταντινάτο [s. nt.] λάβα {χωρ. πληθ...
κώνωψ {κών-ωπος,... λαβαίνω αόρ. έλαβα...
Κώος [s. masch.] λάβαρο {λαβάρ-ου ...
κωπελάτης [s. masch.] λαβδακισμός {χωρ. πληθ...
κώπη {κωπών} λάβδανο {λαβδάν-ου...
κωπηλασία {χωρ. πληθ... λαβείν [s. nt.]
κωπηλάτης {κωπηλατών... λαβή [s. femm.]
κωπηλατικός [agg.] λαβίδα [s. femm.]
κωπηλάτισσα {κωπηλα-τι... λαβομάνο [s. nt.]
κωπήλατος [agg.] λαβουτιστής [s. masch.]
κωπηλάτρια [s. femm.] λαβούτο [s. nt.]
κωπηλατώ {κωπηλατεί... λαβούτος [s. masch.]
κωπηλατών [agg.] λάβρα {χωρ. πληθ...
κωπί [s. nt.] λαβράκι {χωρ. γεν....
κωπίον [s. nt.] λαβράκιν [s. nt.]
κωσταντινάτο [s. nt.] λαβράκιον [s. nt.]
κωφαλαλία {χωρ. πληθ... λάβρος [agg.]
κωφάλαλος [agg.] λαβυρινθίτιδα [s. femm.]
κωφεύω {κώφευσα} ... λαβύρινθος {λαβυρίνθ-...
κωφός [agg.] λαβυρινθώδης {λαβυρινθώ...
κωφός [s. masch.] λάβωμα [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: