Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κύφωση {-ης κ. -ώ... κωλαρού {κωλαρούδε...
κυψέλη {κυψελών} κωλιά {δύσχρ. κω...
κυψελίδα [s. femm.] κωλο– [pref.]
κυψελιδικός [agg.] κωλοβαράω {κωλοβαράς...
κυψελοειδής {κυψελοειδ... κωλογλείφτης {κωλογλειφ...
κυψελώδης {κυψελώδ-ο... κωλομέρι {κωλομερ-ι...
κυψελωτός [agg.] κωλομέρια [s. femm.]
κύων ο Ο γεν. κ... κωλονούρι {χωρ. γεν....
Κώα [s. femm.] κωλοπαίδι [s. nt.]
κωδεΐνη {χωρ. πληθ... κωλόπαιδο [s. nt.]
κώδικας {κωδίκων} κωλοπετσωμένος [agg.]
κωδίκελλος {κωδικέλλ-... κωλοπιλάλα [s. femm.]
κωδίκελος [s. masch.] κωλοράβδι [s. nt.]
κωδικοποιημένος [agg.] κώλος [s. masch.]
κωδικοποίηση {-ης κ. -ή... κωλοσέρνω [v.]
κωδικοποιώ [-είς, -εί... κωλοτούμπα {χωρ. γεν....
κωδικός [s. masch.] κωλοτρυπίδα [s. femm.]
κώδιξ [s. masch.] κωλότσεπη, κωλοτσέπη {χωρ. γεν....
κώδων {κώδ-ωνος,... κωλοφαρδία {χωρ. πληθ...
κωδωνισμός [s. masch.] κωλόφαρδος [agg.]
κωδωνοκρουσία {κωδωνοκρο... κωλόφαρδος! [int.]
κωδωνοκρούστης [s. masch.] κωλοφωτιά [s. femm.]
κωδωνοστάσιο {κωδωνοστα... κωλοχανείο [s. nt.]
κωθώνι {κωθων-ιού... κωλόχαρτο [s. nt.]
κωλαράς [s. masch.] κώλυμα {κωλύμ-ατο...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: