Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κύτταρο {κυττάρ-ου... κωδεΐνη {χωρ. πληθ...
κυτταρογένεση {-ης κ. -έ... κώδικας {κωδίκων}
κυτταρογενετική [s. femm.] κωδίκελλος {κωδικέλλ-...
κυτταρολογία {χωρ. πληθ... κωδίκελος [s. masch.]
κυτταρολογικός [agg.] κωδικοποιημένος [agg.]
κυτταρολόγος [s. masch. e femm.] κωδικοποίηση {-ης κ. -ή...
κυτταρόπλασμα {κυτταροπλ... κωδικοποιώ [-είς, -εί...
κυτταροστατικός [agg.] κωδικός [s. masch.]
κυτταρόστομα [s. nt.] κώδιξ [s. masch.]
κυτταροτροφοβλάστης [s. masch.] κώδων {κώδ-ωνος,...
κυτταροφαγία [s. femm.] κωδωνισμός [s. masch.]
κυτταροχημεία [s. femm.] κωδωνοκρουσία {κωδωνοκρο...
κυφός [agg.] κωδωνοκρούστης [s. masch.]
κυφότητα [s. femm.] κωδωνοστάσιο {κωδωνοστα...
κύφτω [v. intr.] κωθώνι {κωθων-ιού...
κύφωμα [s. nt.] κωλαράς [s. masch.]
κύφωση {-ης κ. -ώ... κωλαρού {κωλαρούδε...
κυψέλη {κυψελών} κωλιά {δύσχρ. κω...
κυψελίδα [s. femm.] κωλο– [pref.]
κυψελιδικός [agg.] κωλοβαράω {κωλοβαράς...
κυψελοειδής {κυψελοειδ... κωλογλείφτης {κωλογλειφ...
κυψελώδης {κυψελώδ-ο... κωλομέρι {κωλομερ-ι...
κυψελωτός [agg.] κωλομέρια [s. femm.]
κύων ο Ο γεν. κ... κωλονούρι {χωρ. γεν....
Κώα [s. femm.] κωλοπαίδι [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: