Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κωδωνοκρούστης [s. masch.] κωλοφωτιά [s. femm.]
κωδωνοστάσιο {κωδωνοστα... κωλοχανείο [s. nt.]
κωθώνι {κωθων-ιού... κωλόχαρτο [s. nt.]
κωλαράς [s. masch.] κώλυμα {κωλύμ-ατο...
κωλαρού {κωλαρούδε... κωλύομαι (μόνο στο ...
κωλιά {δύσχρ. κω... κωλυόμενος [agg.]
κωλο– [pref.] κωλυσιεργία {σπάν. κωλ...
κωλοβαράω {κωλοβαράς... κωλυσιεργός [agg.]
κωλογλείφτης {κωλογλειφ... κωλυσιεργώ {κωλυσιεργ...
κωλομέρι {κωλομερ-ι... κωλυσιεργών [agg.]
κωλομέρια [s. femm.] κωλύω {κώλυ-σα, ...
κωλονούρι {χωρ. γεν.... κωλώνω {κώλωσα} (...
κωλοπαίδι [s. nt.] κώμα {κώματος |...
κωλόπαιδο [s. nt.] κωματώδης {κωματώδ-ο...
κωλοπετσωμένος [agg.] κωμειδύλλιο {κωμειδυλλ...
κωλοπιλάλα [s. femm.] κώμη {κωμών} η ...
κωλοράβδι [s. nt.] κωμικός [agg.]
κώλος [s. masch.] κω§μι§κό§τα§τος [agg.]
κωλοσέρνω [v.] κω§μι§κό§τε§ρος [agg.]
κωλοτούμπα {χωρ. γεν.... κωμικότητα [s. femm.]
κωλοτρυπίδα [s. femm.] κωμικοτραγικός [agg.]
κωλότσεπη, κωλοτσέπη {χωρ. γεν.... κω§μι§κώ§τα§τος [agg.]
κωλοφαρδία {χωρ. πληθ... κω§μι§κώ§τε§ρος [agg.]
κωλόφαρδος [agg.] κωμόπολη {-ης κ. -π...
κωλόφαρδος! [int.] κωμωδία {κωμωδιών}

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: