Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κυριολεκτώ {κυριολεκτ... κυστεοσκόπηση {-ης κ. -ή...
κυριολεκτών [agg.] κυστεοσκοπία [s. femm.]
κυριολεξία {χωρ. πληθ... κυστεοσκόπιο {κυστεοσκο...
κύριος [agg.] κυστεοτομία [s. femm.]
κύριος {κυρί-ου |... κύστη {-ης κ. -ε...
κυ§ριό§τα§τος [agg.] κυστίδιο [s. nt.]
κυ§ριό§τε§ρος [agg.] κυστίκερκος [s. masch.]
κυριότερος [agg.] κυστικέρκωση [s. femm.]
κυριότητα {χωρ. πληθ... κυστικός [agg.]
κυρίως [avv.] κύστις [s. femm.]
κυ§ριώ§τα§τος [agg.] κυστίτιδα [s. femm.]
κυ§ριώ§τε§ρος [agg.] κυστογραφία [s. femm.]
κυρός [s. masch.] κυστοπυελίτιδα [s. femm.]
κύρος {κύρους | ... κυστοσκοπία [s. femm.]
κυρτός [agg.] κυστοσκόπιο [s. nt.]
κυρτότητα [s. femm.] κυστοστομία [s. femm.]
κύρτωμα {κυρτώμ-ατ... κυστοτομία [s. femm.]
κυρτωμένος [agg.] κυτιοποιία [s. femm.]
κυρτώνω {κύρτω-σα,... κυτόπλασμα [s. nt.]
κύρτωση [s. femm.] κύτος {κύτ-ους |...
κυρωμένος [agg.] κυτόχρωμα [s. nt.]
κυρώνω {κύρω-σα, ... κυτταρικός [agg.]
κύρωση {-ης κ. -ώ... κυτταρίνη {χωρ. πληθ...
κυστεκτομή [s. femm.] κυτταρινούχος [agg.]
κυστεκτομία [s. femm.] κυτταρίτιδα {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: