Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κτιριακός [agg.] κυβερνείο [s. nt.]
κτίριο [s. nt.] κυβερνημένος [agg.]
κτίση {-ης κ. -ε... κυβέρνηση {-ης κ. -ή...
κτίσμα {κτίσμ-ατο... κυβερνητήριο [s. nt.]
κτισμένος [agg.] κυβερνητική {χωρ. πληθ...
κτυπάγω [v.] κυβερνητικός [agg.]
κτυπημένος [agg.] κυβερνία [s. femm.]
κτώμαι εκτήθησα, ... κυβερνώ {κυβερνάς....
κυάθιο [s. nt.] κυβερνών [agg.]
κύαμος {κυάμ-ου |... κυβευτής [s. masch.]
κυαναμίδιο [s. nt.] κυβεύω {εκύβευσα}
κυανίδιο [s. nt.] κυβίζω {κύβισ-α, ...
κυανικός [agg.] κυβικός [agg.]
κυάνιο {κυανί-ου ... κυβισμός [s. masch.]
κυανιούχος -α/-ος -ο κυβίστημα {κυβιστήμ-...
κυανό [s. nt.] κυβιστής [s. masch.]
κυανογόνο [s. nt.] κυβίστηση [s. femm.]
κυανόλευκη [s. femm.] κυβίστησις [s. femm.]
κυανόλευκος [agg.] κυβιστικός [agg.]
κυανοπώγων {κυανοπώγ-... κυβοειδής {κυβοειδ-ο...
κυανός [agg.] κύβος [s. masch.]
κυάνωση {-ης κ. -ώ... κυδώνι {κυδων-ιού...
κυανωτικός [agg.] κυδωνιά [s. femm.]
κυβεία {κυβειών} κυδώνιν [s. nt.]
κυβερνάω (κυβέρν-ησ... κυδώνιον [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: