Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κτηματαγορά [s. femm.] κτη§νω§δέ§στε§ρος [agg.]
κτηματίας {κτηματιών... κτηνώδης {κτηνώδ-ου...
κτηματικός [agg.] κτηνωδία {κτηνωδιών...
κτηματολογικός [agg.] κτηνωδώς [avv.]
κτηματολόγιο {κτηματολο... κτήριο {κτηρί-ου ...
κτηματομεσίτης {κτηματομε... κτήση {-ης κ. -ε...
κτηματομεσιτικός [agg.] κτητικός [agg.]
κτηνάνθρωπος {κτηνανθρώ... κτήτορας {κτητόρων}
κτήνη [s. nt. pl.] κτήτωρ [s. masch.]
κτηνιατρείο [s. nt.] κτιριακός [agg.]
κτηνιατρική [s. femm.] κτίριο [s. nt.]
κτηνιατρικός [agg.] κτίση {-ης κ. -ε...
κτηνίατρος [s. masch. e femm.] κτίσμα {κτίσμ-ατο...
κτηνοβασία {κτηνοβασι... κτισμένος [agg.]
κτηνοβάτης [s. masch.] κτυπάγω [v.]
κτηνοβάτις [s. femm.] κτυπημένος [agg.]
κτηνοβάτισσα [s. femm.] κτώμαι εκτήθησα, ...
κτηνόμορφος [agg.] κυάθιο [s. nt.]
κτήνον [s. nt.] κύαμος {κυάμ-ου |...
κτήνος {κτήν-ους ... κυαναμίδιο [s. nt.]
κτηνοτροφή [s. femm.] κυανίδιο [s. nt.]
κτηνοτροφία {χωρ. πληθ... κυανικός [agg.]
κτηνοτροφικός [agg.] κυάνιο {κυανί-ου ...
κτηνοτρόφος [s. masch. e femm.] κυανιούχος -α/-ος -ο
κτη§νω§δέ§στα§τος [agg.] κυανό [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: