Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κρυπτογραφία {κρυπτογρα... κρυστάλλωση {-ης κ. -ώ...
κρυπτογραφικός [agg.] κρυσταλλωτής [s. masch.]
κρυπτογράφος [s. masch.] κρυφά [avv.]
κρυπτογραφώ {κρυπτογρα... κρυφακούω {κρυφακού-...
κρυπτοκομουνιστής [s. masch.] κρύφιος [agg.]
κρυπτόν το Ο γεν. ... κρυφο– [pref.]
κρυπτός [agg.] κρυφογελάω [v. intr.]
κρύπτω [v. trans.] κρυφόγελο [s. nt.]
κρύσταλλα [s. femm.] κρυφογελώ {κρυφογελά...
κρυσταλλένιος [agg.] κρυφοκοιτάω [v. trans e intr.]
κρυσταλλιάζω {κρυστάλ-λ... κρυφοκοιτιέμαι [v. pass.]
κρυσταλλιασμένος [agg.] κρυφοκοιτώ [-άς]
κρυσταλλικός [agg.] κρυφομιλάω [v. intr.]
κρυσταλλικότητα {χωρ. πληθ... κρυφομιλώ {κρυφομιλά...
κρυστάλλινος [agg.] κρυφός [agg.]
κρύσταλλο {κρυστάλλ-... κρυ§φό§τα§τος [agg.]
κρυσταλλογραφία {χωρ. πληθ... κρυ§φό§τε§ρος [agg.]
κρυσταλλογραφικός [agg.] κρυφτό {χωρ. πληθ...
κρυσταλλογράφος [s. masch.] κρυφτός [agg.]
κρυσταλλοειδής {κρυσταλλο... κρυφτούλι {χωρ. γεν....
κρυσταλλοποίηση [s. femm.] κρύφω [v. trans.]
κρύσταλλος {κρυστάλλ-... κρύψιμο [s. nt.]
κρυσταλλώδης {κρυσταλλώ... κρυψίνοια [s. femm.]
κρυσταλλωμένος [agg.] κρυψίνους {κρυψίν-οο...
κρυσταλλώνω {κρυστάλλω... κρυψώνα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: