Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κρυομετρία [s. femm.] κρυπτογραφημένος [agg.]
κρυομετρικός [agg.] κρυπτογράφηση [s. femm.]
κρυόμετρο [s. nt.] κρυπτογραφία {κρυπτογρα...
κρυόμπλαστρος [agg.] κρυπτογραφικός [agg.]
κρυονική [s. femm.] κρυπτογράφος [s. masch.]
κρυοπάγημα {κρυοπαγήμ... κρυπτογραφώ {κρυπτογρα...
κρυόπλαστος [agg.] κρυπτοκομουνιστής [s. masch.]
κρυοπληξία {κρυοπληξι... κρυπτόν το Ο γεν. ...
κρύος [agg.] κρυπτός [agg.]
κρυοσκοπία {χωρ. πληθ... κρύπτω [v. trans.]
κρυοσκοπικός [agg.] κρύσταλλα [s. femm.]
κρυοσκόπιο {κρυοσκοπί... κρυσταλλένιος [agg.]
κρυοστάτης {κρυοστατώ... κρυσταλλιάζω {κρυστάλ-λ...
κρυοχειρουργική [s. femm.] κρυσταλλιασμένος [agg.]
κρυοχειρουργικός [agg.] κρυσταλλικός [agg.]
κρυοχειρούργος [s. masch.] κρυσταλλικότητα {χωρ. πληθ...
κρυοχημεία [s. femm.] κρυστάλλινος [agg.]
κρύπτη {κρυπτών} κρύσταλλο {κρυστάλλ-...
Κρυπτόγαμα {κρυπτογάμ... κρυσταλλογραφία {χωρ. πληθ...
κρυπτογαμία [s. femm.] κρυσταλλογραφικός [agg.]
κρυπτογαμικός [agg.] κρυσταλλογράφος [s. masch.]
κρυπτόγαμο [s. nt.] κρυσταλλοειδής {κρυσταλλο...
κρυπτόγαμος [agg.] κρυσταλλοποίηση [s. femm.]
κρυπτογενητικός [agg.] κρύσταλλος {κρυστάλλ-...
κρυπτογράφημα {κρυπτογρα... κρυσταλλώδης {κρυσταλλώ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: