Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κορτικοτροπίνη [s. femm.] κορφολογώ {κορφολογε...
κορυβαντιάς [s. masch.] κόρφος [s. masch.]
κορυβαντικός [agg.] κόρωμα {δύσχρ. κο...
κορυδαλλός [s. masch.] κορωμένος [agg.]
κόρυζα {χωρ. πληθ... κορώνα [s. femm.]
κόρυμβος [s. masch.] κορώνη [s. femm.]
κορύνη {κορυνών} κορωνίδα {-ας κ. -ί...
κορυφαίος [agg.] κορωνίς [s. femm.]
κορυφαίος [s. masch.] κορώνω {κόρω-σα, ...
κορυφή [s. femm.] κορώνω {κόρω-σα, ...
κορυφογραμμή [s. femm.] κόσα {χωρ. γεν....
κορύφωμα [s. nt.] κοσέρβα [s. femm.]
κορυφωμένος [agg.] κοσιά [s. femm.]
κορυφώνομαι [v. pass.] κοσκινίζω {κοσκίνισ-...
κορυφώνω {κορύφω-σα... κοσκίνισμα [s. nt.]
κορύφωση {-ης κ. -ώ... κοσκινισμένος [agg.]
κορφή [s. femm.] κοσκινιστής [s. masch.]
κορφιάς [s. masch.] κόσκινο [s. nt.]
Κορφιάτης [s. masch.] κοσκινού {κοσκινούδ...
κορφιάτικος [agg.] κοσμαγάπητος [agg.]
κορφιατικός [agg.] κοσμάκης {χωρ. πληθ...
Κορφιάτισσα [s. masch.] κοσμαναγυρεύω [v.]
κορφοβούνι {χωρ. γεν.... κόσμημα {κοσμήμ-ατ...
κορφολογάω [v. trans.] κοσμήματα [s. nt. pl.]
κορφολογημένος [agg.] κοσμηματογραφία [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: