Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κοσμηματογραφία [s. femm.] κο§σμιώ§τε§ρος [agg.]
κοσμηματογραφικός [agg.] κοσμοβριθής {κοσμοβριθ...
κοσμηματογράφος [s. masch. e femm.] κοσμογονία {χωρ. πληθ...
κοσμηματοθήκη {κοσμηματο... κοσμογονικός [agg.]
κοσμηματοποιία {χωρ. πληθ... κοσμογραφία {χωρ. πληθ...
κοσμηματοποιός [s. masch.] κοσμογραφικός [agg.]
κοσμηματοπωλείο [s. nt.] κοσμογυρισμένος [agg.]
κοσμηματοπώλης {κοσμηματο... κοσμοδρόμιο {κοσμοδρομ...
κοσμηματοπώλισσα {κοσμηματο... κοσμοθεωρία {κοσμοθεωρ...
κοσμημένος [agg.] κοσμοϊστορικός [agg.]
κοσμητεία {κοσμητειώ... κοσμοκράτειρα {κοσμοκρατ...
κοσμητικός [agg.] κοσμοκράτορας {κοσμοκρατ...
κοσμήτορας {(θηλ. κοσ... κοσμοκρατορία [s. femm.]
κοσμικογράφος [s. masch. e femm.] κοσμοκρατόρισσα {κοσμοκρατ...
κοσμικοποίηση [s. femm.] κοσμολογία {χωρ. πληθ...
κοσμικός [agg.] κοσμολογικός [agg.]
κοσμικός [s. masch.] κοσμολόγος [s. masch.]
κοσμικότητα {κοσμικοτή... κοσμοναύτης [s. masch.]
κοσμικότητες [sost femm. pl.] κοσμοναυτική [s. femm.]
κόσμιος -α -ο λόγ.... κοσμοναυτικός [agg.]
κο§σμιό§τα§τος [agg.] κοσμοξακουσμένος [agg.]
κο§σμιό§τε§ρος [agg.] κοσμοπλημμύρα {χωρ. πληθ...
κοσμιότητα {χωρ. πληθ... κοσμοπολίτης {κοσμοπολι...
κοσμίως [avv.] κοσμοπολίτικος [agg.]
κο§σμιώ§τα§τος [agg.] κοσμοπολιτισμός {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: