Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κολτσίνα {χωρ. πληθ... κομέντια ντελ άρτε [s. femm.]
κολυμβήθρα {κολυμβηθρ... κόμη {χωρ. πληθ...
κολύμβηση {-ης κ. -ή... κόμης {-η κ. (λό...
κολυμβητήριο {κολυμβητή... κόμησσα [s. femm.]
κολυμβητής {κολυμβητρ... κομητεία {κομητειών...
κολυμβητικός [agg.] κομήτης {κομητών}
κολυμβήτρια [s. femm.] κομίζω {(ε)κόμισα...
κολυμπάω (κολύμπησα... κόμικ [s. nt.]
κολυμπήθρα [s. femm.] κόμικς [s. nt.]
κολύμπι {χωρ. γεν.... κομισάριος {κομισαρί-...
κολυμπώ {κολυμπάς.... κόμισσα [s. femm.]
κόλφι [s. nt.] κομιστής {κομιστριώ...
κόλφος [s. masch.] κόμιστρα {κομίστρ-ο...
κολχόζ [s. nt.] κομίστρια [s. femm.]
κολώνα [s. femm.] κομιτατζής {κομιτατζή...
κολώνια [s. femm.] κομιτάτο [s. nt.]
κομάντο {άκλ.- στο... κόμμα {κόμμ-ατος...
κομάντος [s. masch. pl.] κομμάδιν [s. nt.]
κομάσι [s. nt.] κόμμαν [s. nt.]
κομβικός [agg.] κομμάρα {χωρ. γεν....
κομβίν [s. nt.] κομματάκι {χωρ. γεν....
κομβίο [s. nt.] κομματάκια [s. nt. pl.]
κομβίον [s. nt.] κομματάκι–κομματάκι [avv.]
κόμβος [s. masch.] κομματάρα [s. femm.]
κομεντί [s. femm.] κομματάρχης {κομματαρχ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: