Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κλεφτοπόλεμος {κλεφτοπολ... κληροδοτημένος [agg.]
κλεφτός [agg.] κληροδότης {κληροδοτώ...
κλεφτοφάναρο [s. nt.] κληροδοτικός [agg.]
κλέφτρα {κλεφτρών} κληροδοτούσα [s. femm.]
κλεφτρόνι {κλεφτρον-... κληροδότρια {κλήροδοτρ...
κλέφτω (έκλεψα, κ... κληροδοτώ {κληροδοτε...
κλεψιά [s. femm.] κληροδοτών [agg.]
κλεψίγαμος [agg.] κληροδόχος [agg.]
κλεψιμαίικα [s. nt. pl.] κληρονομημένος [agg.]
κλέψιμο {κλεψίμ-ατ... κληρονομιά [s. femm.]
κλεψιτυπία {κλεψιτυπι... κληρονομικός [agg.]
κλεψύδρα {κλεψύδρων... κληρονομικότητα {χωρ. πληθ...
κλήμα {κλήμ-ατος... κληρονόμος [s. masch. e femm.]
κληματαριά [s. femm.] κληρονομώ {κληρονομε...
κληματίδα [s. femm.] κλήρος [s. masch.]
κληματόβεργα {χωρ. γεν.... κληρωμένος [agg.]
κληματόφυλλο [s. nt.] κληρώνομαι [v. pass.]
κλημέα [s. femm.] κληρώνω {κλήρω-σα,...
κλημία [s. femm.] κλήρωση {-ης κ. -ώ...
κλημεντίνι [s. nt.] κληρωτίδα [s. femm.]
κληρικαλισμός {χωρ. πληθ... κληρωτός [agg.]
κληρικοκρατία {κληρικοκρ... κλήση {-ης κ. -ή...
κληρικός [s. masch.] κλητευμένος [agg.]
κληροδοσία {κληροδοσι... κλήτευση [s. femm.]
κληροδότημα {κληροδοτή... κλητεύω {κλήτευ-σα...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: