Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κληρικός [s. masch.] κλητευμένος [agg.]
κληροδοσία {κληροδοσι... κλήτευση [s. femm.]
κληροδότημα {κληροδοτή... κλητεύω {κλήτευ-σα...
κληροδοτημένος [agg.] κλητήρας {θηλ. γεν....
κληροδότης {κληροδοτώ... κλητική [s. femm.]
κληροδοτικός [agg.] κλιάμα [s. nt.]
κληροδοτούσα [s. femm.] κλιαμένος [agg.]
κληροδότρια {κλήροδοτρ... κλιαμός [s. masch.]
κληροδοτώ {κληροδοτε... κλιάρος [s. masch.]
κληροδοτών [agg.] κλίβανος {κλιβάν-ου...
κληροδόχος [agg.] κλίβανος [s. nt.]
κληρονομημένος [agg.] κλικ [s. nt.]
κληρονομιά [s. femm.] κλικ! [int.]
κληρονομικός [agg.] κλίκα {δύσχρ. κλ...
κληρονομικότητα {χωρ. πληθ... κλίμα {κλίμ-ατος...
κληρονόμος [s. masch. e femm.] κλίμακα {κλιμάκων}
κληρονομώ {κληρονομε... κλιμάκιο {κλιμακί-ο...
κλήρος [s. masch.] κλιμακοειδής [agg.]
κληρωμένος [agg.] κλιμακοστάσιο {κλιμακοστ...
κληρώνομαι [v. pass.] κλιμακτηρικός [agg.]
κληρώνω {κλήρω-σα,... κλιμακτήριος {κλιμακτηρ...
κλήρωση {-ης κ. -ώ... κλιμακώνομαι [v. pass.]
κληρωτίδα [s. femm.] κλιμακώνω {κλιμάκω-σ...
κληρωτός [agg.] κλιμάκωση {-ης κ. -ώ...
κλήση {-ης κ. -ή... κλιμακωτός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: