Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κεντροαριστερός -ή -ό θηλ.... κεραμιδωμένος [agg.]
κεντροδεξιός [agg.] κεραμιδώνω {κεραμίδω-...
κεντρομερές [agg.] κεραμιδωτός [agg.]
κεντρομόλος [agg.] κεραμικά [s. nt. pl.]
κεντρόσωμα {κεντροσώμ... κεραμική [s. femm.]
κεντρόφυγος -ος/-η -ο κεραμικό [s. nt.]
κεντρώνω {κέντρω-σα... κεραμικός [agg.]
κεντρώος [agg.] κεραμιστρια {κεραμιστρ...
κεντώ {κεντάς...... κεραμοποιείο [s. nt.]
Κένυα [nome pr. femm.] κεραμοποιία {κεραμοποι...
Κενυάτης [s. masch.] κεραμοποιός [s. masch.]
κενυάτικος [agg.] κέραμος {κεράμ-ου ...
Κενυάτισσα [s. femm.] κεραμωτός [agg.]
κενώνω {κένω-σα, ... κέρας {κέρ-ατος ...
κένωση {-ης κ. -ώ... κεράς {κεράδες}
κερά [s. femm.] κερασής [agg.]
κεραία {κεραιών} κεράσι {κερασ-ιού...
κεραμέας {-α κ. -έω... κερασιά [s. femm.]
κεραμείο [s. nt.] κεράσιν [s. nt.]
κεραμευτική [s. femm.] κέρασμα {κεράσμ-ατ...
κεραμίδα [s. femm.] κερασμένος [agg.]
κεραμιδάς {κεραμιδάδ... κερασφόρος -ος/-α -ο
κεραμιδί [agg.] κερατάς {κερατάδες...
κεραμίδι {κεραμιδ-ι... κερατένιος [agg.]
κεραμιδόχωμα {κεραμιδοχ... κερατίνη {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: