Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
καυκί [s. nt.] καυ§στι§κό§τε§ρος [agg.]
καυκιέμαι (καυχήθηκα... καυστικότητα [s. femm.]
καύκισμα [s. nt.] καυ§στι§κώ§τα§τος [agg.]
καυκούμαι [v. pass.] καυ§στι§κώ§τε§ρος [agg.]
καύλα {χωρ. γεν.... καύσωνας {καυσώνων}
καυλί {καυλ-ιού ... καυτερός [agg.]
καυλός [s. masch.] καυ§τε§ρό§τα§τος [agg.]
καύλωμα [s. nt.] καυ§τε§ρό§τε§ρος [agg.]
καυλώνω {καύλω-σα,... καυτηριάζω {καυτηρίασ...
καύμα {καύμ-ατος... καυτηρίαση [s. femm.]
καϋμένος [agg.] καυτηριασμός [s. masch.]
καύξον [s. nt.] καυτός [agg.]
καυσαέρια [s. nt. pl.] καύτρα {χωρ. γεν....
καύση {-ης κ. -α... καύχα [s. femm.]
καύσιμα [s. nt. pl.] καυχαλίδας [s. masch.]
καύσιμο {καυσίμ-ου... καύχαλο [s. nt.]
καύσιμος [agg.] καύχαλον [s. nt.]
καυσόξυλο [s. nt.] καύχημα {καυχήμ-ατ...
καύσος [s. masch.] καυχηματίας {καυχηματι...
καυστήρας [s. masch.] καυχησά [s. femm.]
καυστικά [avv.] καυχησάρης [s. masch.]
καυστική [s. femm.] καυχησιά [s. femm.]
καυστικοποιώ [v.] καυχησιάρα [s. femm.]
καυστικός [agg.] καυχησιάρης {καυχησιάρ...
καυ§στι§κό§τα§τος [agg.] καυχησιάρικος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: