Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
καρπικός [agg.] καρτερικά [avv.]
κάρπισμα [s. nt.] καρτερικός [agg.]
καρπισμένος [agg.] καρ§τε§ρι§κό§τα§τος [agg.]
καρπολόγημα [s. nt.] καρ§τε§ρι§κό§τε§ρος [agg.]
καρπός [s. masch.] καρτερικότητα {χωρ. πληθ...
καρπουζάς [s. masch.] καρ§τε§ρι§κώ§τα§τος [agg.]
καρπούζι [s. nt.] καρ§τε§ρι§κώ§τε§ρος [agg.]
καρπουζόφλουδα [s. femm.] καρτεροψυχία [s. femm.]
καρπούμαι [-ούσαι, -... καρτερώ {καρτερ-εί...
καρποφορία {χωρ. πληθ... καρτεσιανισμός {χωρ. πληθ...
καρποφόρος [agg.] καρτεσιανός [agg.]
καρποφορώ {καρποφορε... Καρτέσιος [nome pr. masch.]
καρπώνομαι {καρπώθηκα... κάρτινγκ [s. nt.]
καρσί [avv.] καρτόνι [s. nt.]
καρσιλαμάς {καρσιλαμά... καρτοτηλέφωνο {καρτοτηλε...
καρσινός [agg.] καρτούν [s. nt.]
καρστ [s. nt.] καρτ ποστάλ [s. femm.]
καρτ [s. nt.] καρτ ποστάλ [s. nt.]
κάρτα {καρτών} καρυάτιδα [s. femm.]
καρτέλ [s. nt.] καρύδα [s. femm.]
καρτέλα {καρτελών} καρυδέλαιο {καρυδελαί...
καρτελοθήκη {καρτελοθη... καρυδένιος [agg.]
καρτερεύω {καρτέρεψα... καρύδι [s. nt.]
καρτέρι {καρτερ-ιο... καρυδιά [s. femm.]
καρτερία {χωρ. πληθ... καρυδόπιτα {δύσχρ. κα...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: