Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
καπιστρωμένος [agg.] καπνιστής [s. masch.]
καπιστρώνω {καπίστρω-... καπνιστός [agg.]
καπιταλισμός [s. masch.] καπνίστρια {καπνιστρι...
καπιταλιστής {καπιταλισ... καπνοβιομηχανία {καπνοβιομ...
καπιταλιστικός [agg.] καπνοβιομήχανος [s. masch.]
καπιταλίστρια {καπιταλισ... καπνογόνα [s. nt. pl.]
καπιτονάρισμα [s. nt.] καπνογόνος [agg.]
καπιτονέ [s. nt.] καπνοδοχοκαθαριστής [s. masch.]
καπλαμάς {καπλαμάδε... καπνοδόχος [s. masch. e femm.]
καπλαντίζω {καπλάντισ... καπνοκαλλιέργεια {καπνοκαλλ...
καπλάντισμα [s. nt.] καπνοκαλλιεργητής [s. masch.]
καπλαντισμένος [agg.] καπνοπαραγωγή {χωρ. πληθ...
κάπνα {χωρ. πληθ... καπνοπαραγωγός [agg.]
καπναγωγός [agg.] καπνοπαραγωγός [s. masch.]
καπνεμπόριο [s. nt.] καπνοπωλείο [s. nt.]
καπνέμπορος {καπνεμπόρ... καπνοπώλης [s. masch.]
καπνεργάτης {καπνεργατ... καπνοπώλισσα [s. femm.]
καπνεργάτρια {καπνεργα-... καπνός {κ. πληθ. ...
καπνεργοστάσιο {καπνεργοσ... καπνοσακούλα {χωρ. γεν....
καπνιά [s. femm.] καπνοσυλλέκτης {καπνοσυλλ...
καπνίζω {κάπνισ-α,... καπνοσωλήνας [s. masch.]
καπνίζω {κάπνισ-α,... καπνούρα [s. femm.]
κάπνισμα {καπνίσματ... καπνοφυτεία {καπνοφυτε...
καπνισμένος [agg.] καπό [s. nt.]
καπνιστήριο {καπνιστήρ... καποδιστριακός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: