Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κανναβίς {καννάβεως... κανονιοβολημένος [agg.]
κανναβόσκοινα [s. femm.] κανονιοβολισμός [s. masch.]
κανναβόσκοινο [s. nt.] κανονιοβολώ [-είς, -εί...
κανναβόσχοινο [s. nt.] κανονιοστάσιο [s. nt.]
κανναβούρι {κανναβουρ... κανονιοφόρος [s. femm.]
κάννη {καννών} κανόνισμα {κανονίσμ-...
κανό [s. nt.] κανονισμένος [agg.]
κανοκιάλι [s. nt.] κανονισμός [s. masch.]
κανονάκι [s. nt.] κανονιστικός [agg.]
κανοναρχώ {κανοναρχε... κανονομαθής [s. masch.]
κανόνας {κανόνων} κάνουλα [s. femm.]
κανόνι [s. nt.] καντάδα [s. femm.]
κανονιά [s. femm.] κανταΐφι [s. nt.]
κανονίδι [s. nt.] καντάρι {κανταρ-ιο...
κανονιέρης [s. masch.] καντέμης [agg.]
κανονίζω {κανόνισ-α... καντέμικος [agg.]
κανονικά [avv.] καντήλα {χωρ. γεν....
κανονικοποίηση [s. femm.] καντηλάκι [s. nt.]
κανονικοποιώ [v.] καντηλανάφτης {χωρ. γεν....
κανονικός [agg.] καντηλανάφτισσα {χωρ. γεν....
κα§νο§νι§κό§τα§τος [agg.] καντηλέρι [s. nt.]
κα§νο§νι§κό§τε§ρος [agg.] καντηλήθρα {χωρ. γεν....
κανονικότητα {κανονικοτ... καντήλι {καντηλ-ιο...
κα§νο§νι§κώ§τα§τος [agg.] καντιανισμός [s. masch.]
κα§νο§νι§κώ§τε§ρος [agg.] καντιανός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: