Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κάμπια {χωρ. γεν.... κάμπτομαι [v. pass.]
κάμπιγκ [s. nt.] κάμπτω {έκαμψα, κ...
καμπίνα {καμπίνων} καμπύλες [sost femm. pl.]
κάμπινγκ [s. nt.] καμπύλη {καμπυλών}
καμπινές {καμπινέδε... καμπυλόγραμμος [agg.]
καμπίσιος [agg.] καμπυλοειδής {καμπυλοει...
καμπόης {καουμπόηδ... καμπύλος [agg.]
καμπόικο [s. nt.] καμπυλότητα {καμπυλοτή...
καμπόικος [agg.] καμπυλωμένος [agg.]
κάμπος [s. masch.] καμπυλώνομαι [v. pass.]
κάμποσο [avv.] καμπυλώνω {καμπύλω-σ...
κάμποσοι [agg.] καμπυλώνω {καμπύλω-σ...
κάμποσος, (raro) καμπόσος [agg.] καμπύλωση [s. femm.]
Καμπότζη [nome pr. femm.] καμπυλωτός [agg.]
καμπούρα {χωρ. γεν.... καμτσίκι [s. nt.]
καμπούρης {καμπούρηδ... καμτσικιά [s. femm.]
καμπούρης [s. masch.] καμφορά, (raro) κάμφορα [s. femm.]
καμπουριάζω {καμπούρια... καμφορέλαιο {καμφορελα...
καμπούριασμα [s. nt.] κάμψη {-ης κ. -ε...
καμπουριασμένος [agg.] κάμψιμος [agg.]
καμπουριαστός [agg.] κάμωμα [s. nt.]
καμπούρικος [agg.] καμώματα {καμωμάτων...
καμπουρωτός [agg.] καμωματού {καμωματού...
καμπριολέ [s. nt.] καμωμένος [agg.]
καμπτήρας [s. masch.] καμώνομαι {καμώθηκα}...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: