Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ιχθυόσαυρος [s. masch.] Ιωάννα [nome pr. femm.]
ιχθυοτροφείο [s. nt.] Ιωάννης {-η κ. -άν...
ιχθυοτροφία {χωρ. πληθ... Ιώβ {άκλ.}
ιχθυοτρόφος [s. masch.] ιώβειος [agg.]
ιχθυοφάγος [s. masch. e femm.] ιωβηλαίο [s. nt.]
ιχθύς {ιχθ-ύος, ... ιωβηλαίος [agg.]
ιχθύωση {-ης κ. -ώ... ιώδιο {ιωδίου}
ίχια [avv.] ιωδιούχος [agg.]
ιχνάριν [s. nt.] ιωδισμός [s. masch.]
ιχνευμένος [agg.] Ιωδιώνω [v. trans.]
ιχνεύμων [s. masch.] Ιωδοθεραπεία [s. femm.]
ιχνευτής [s. masch.] Ιωδοφόρμιο [s. nt.]
ιχνηλασία {ιχνηλασιώ... ιωμετρία [s. femm.]
ιχνηλάτης {ιχνηλατών... Ιωνάθαν [nome pr. masch.]
ιχνηλατώ [v. trans.] Ιωνάς [nome pr. masch.]
ιχνογράφημα {ιχνογραφή... ιωνικός [agg.]
ιχνογραφημένος [agg.] ίωση {-ης κ. -ώ...
ιχνογράφηση {-ης κ. -ή... ιώτα [s. nt.]
ιχνογραφία {ιχνογραφι... γιώτα [s. nt.]
ιχνογραφικός [agg.] ιωτακισμός [s. masch.]
ιχνογράφος [s. masch. e femm.] Κ, κ [s. nt.]
ιχνογραφώ [v. trans.] κάβα {χωρ. γεν....
ίχνος {ίχν-ους |... καβάλα {1} [s. femm.]
ιχώρ {ιχώρ-ος, ... καβάλα {1} [avv.]
ιψενικός [agg.] καβάλα {2} [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: