Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ισχυρά [avv.] ιταλικά [s. nt. pl.]
ισχυρίζομαι [v. pass.] ιταλική [s. femm.]
ισχυριζόμενος [agg.] ιταλικός [agg.]
ισχυρισμός [s. masch.] ιταλομαθής [agg.]
ισχυρογνώμονας [agg.] Ιταλός [s. masch.]
ισχυρογνωμοσύνη [s. femm.] ιταμός [agg.]
ισχυρογνώμων [agg.] ιταμότατος [agg.]
ισχυροποιημένος [agg.] ιταμότερος [agg.]
ισχυροποίηση [s. femm.] ιταμότητα [s. femm.]
ισχυροποιούμαι [v. pass.] ιταμώτατος [agg.]
ισχυροποιώ [v. trans.] ιταμώτερος [agg.]
ισχυρός [agg.] ιτζουρία [s. femm.]
ισχυρότατος [agg.] ιτήσια [avv.]
ισχυρότερος [agg.] ιτιά [s. femm.]
ισχύς {ισχύος, ι... Ιφιγένεια {-ας κ. (λ...
ισχύω [v. intr.] Ιχθείς [s. masch. pl.]
ισχύων {ισχύ-οντο... ιχθυαγορά [s. femm.]
ίσωμα [s. nt.] ιχθυέλαιο {ιχθυελαί-...
ισωμένος [agg.] ιχθυοβόρος [agg.]
ισώνω [v. trans.] ιχθυοκαλλιέργεια {ιχθυοκαλλ...
ίσως [avv.] ιχθυοκαλλιεργητής [s. masch.]
ίσωση [s. masch.] ιχθυόκολλα {χωρ. γεν....
Ιταλία [nome pr. femm.] ιχθυόλη [s. femm.]
ιταλιάνικος [agg.] ιχθυολογία {χωρ. πληθ...
Ιταλίδα [s. femm.] ιχθυολογικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: