Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ιχθυοκαλλιεργητής [s. masch.] ιχνηλατώ [v. trans.]
ιχθυόκολλα {χωρ. γεν.... ιχνογράφημα {ιχνογραφή...
ιχθυόλη [s. femm.] ιχνογραφημένος [agg.]
ιχθυολογία {χωρ. πληθ... ιχνογράφηση {-ης κ. -ή...
ιχθυολογικός [agg.] ιχνογραφία {ιχνογραφι...
ιχθυολόγος [s. masch. e femm.] ιχνογραφικός [agg.]
ιχθυοπαραγωγή [s. femm.] ιχνογράφος [s. masch. e femm.]
ιχθυοπαραγωγός [agg.] ιχνογραφώ [v. trans.]
ιχθυοπωλείο [s. nt.] ίχνος {ίχν-ους |...
ιχθυοπώλης {ιχθυοπωλώ... ιχώρ {ιχώρ-ος, ...
ιχθυοπώλισσα {ιχθυο-πωλ... ιψενικός [agg.]
ιχθυόσαυρος [s. masch.] Ιωάννα [nome pr. femm.]
ιχθυοτροφείο [s. nt.] Ιωάννης {-η κ. -άν...
ιχθυοτροφία {χωρ. πληθ... Ιώβ {άκλ.}
ιχθυοτρόφος [s. masch.] ιώβειος [agg.]
ιχθυοφάγος [s. masch. e femm.] ιωβηλαίο [s. nt.]
ιχθύς {ιχθ-ύος, ... ιωβηλαίος [agg.]
ιχθύωση {-ης κ. -ώ... ιώδιο {ιωδίου}
ίχια [avv.] ιωδιούχος [agg.]
ιχνάριν [s. nt.] ιωδισμός [s. masch.]
ιχνευμένος [agg.] Ιωδιώνω [v. trans.]
ιχνεύμων [s. masch.] Ιωδοθεραπεία [s. femm.]
ιχνευτής [s. masch.] Ιωδοφόρμιο [s. nt.]
ιχνηλασία {ιχνηλασιώ... ιωμετρία [s. femm.]
ιχνηλάτης {ιχνηλατών... Ιωνάθαν [nome pr. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: