Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ισχυρότατος [agg.] ιτήσια [avv.]
ισχυρότερος [agg.] ιτιά [s. femm.]
ισχύς {ισχύος, ι... Ιφιγένεια {-ας κ. (λ...
ισχύω [v. intr.] Ιχθείς [s. masch. pl.]
ισχύων {ισχύ-οντο... ιχθυαγορά [s. femm.]
ίσωμα [s. nt.] ιχθυέλαιο {ιχθυελαί-...
ισωμένος [agg.] ιχθυοβόρος [agg.]
ισώνω [v. trans.] ιχθυοκαλλιέργεια {ιχθυοκαλλ...
ίσως [avv.] ιχθυοκαλλιεργητής [s. masch.]
ίσωση [s. masch.] ιχθυόκολλα {χωρ. γεν....
Ιταλία [nome pr. femm.] ιχθυόλη [s. femm.]
ιταλιάνικος [agg.] ιχθυολογία {χωρ. πληθ...
Ιταλίδα [s. femm.] ιχθυολογικός [agg.]
ιταλικά [s. nt. pl.] ιχθυολόγος [s. masch. e femm.]
ιταλική [s. femm.] ιχθυοπαραγωγή [s. femm.]
ιταλικός [agg.] ιχθυοπαραγωγός [agg.]
ιταλομαθής [agg.] ιχθυοπωλείο [s. nt.]
Ιταλός [s. masch.] ιχθυοπώλης {ιχθυοπωλώ...
ιταμός [agg.] ιχθυοπώλισσα {ιχθυο-πωλ...
ιταμότατος [agg.] ιχθυόσαυρος [s. masch.]
ιταμότερος [agg.] ιχθυοτροφείο [s. nt.]
ιταμότητα [s. femm.] ιχθυοτροφία {χωρ. πληθ...
ιταμώτατος [agg.] ιχθυοτρόφος [s. masch.]
ιταμώτερος [agg.] ιχθυοφάγος [s. masch. e femm.]
ιτζουρία [s. femm.] ιχθύς {ιχθ-ύος, ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: