Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ιριδίζων [agg.] ισάξιος [agg.]
ιρίδιο {ιριδίου |... ισαπέχω [v. intr.]
ιριδιούχος [agg.] ισαπέχων [agg.]
ιριδισμός [s. masch.] ισαπόστολος {ισαποστόλ...
ιριδοτομία [s. femm.] ισάριθμος [agg.]
ιριδόχρωμος [agg.] ισασμένος [agg.]
ιριδωτός [agg.] ισασμός [s. masch.]
Ιριίδες [sost femm. pl.] ισάχαριν [s. nt.]
Ίρις {Ίριδ-ος, ... Ισδραηλίτης [s. masch.]
ιρίτιδα [s. femm.] ισημερία {ισημεριών...
Ιρλανδέζα [s. femm.] ισημερινός [s. masch.]
Ιρλανδέζος [s. masch.] Ίσθμια [s. nt. pl.]
Ιρλανδή [s. femm.] ισθμιακός [agg.]
Ιρλανδία [s. femm.] ίσθμιος [agg.]
ιρλανδικός [agg.] ισθμός [s. masch.]
Ιρλανδός [s. masch.] ίσια [avv.]
ίσα [avv.] ισιάδα [s. femm.]
ίσα! [int.] ισιάζω [v. trans.]
Ισαάκ {άκλ.} ισιασμένος [agg.]
Ισαβέλλα [nome pr. femm.] ισιασμός [s. masch.]
ισάδα {χωρ. πληθ... Ίσιδα [nome pr. femm.]
ισάδι [s. nt.] Ισίδωρος {-ου κ. -ώ...
ίσαλα {ισάλων} ίσιος [agg.]
ίσαλος [agg.] ισιότης [s. femm.]
ίσαμε [prep.] ίσιωμα [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: