Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ίσα [avv.] ισιάδα [s. femm.]
ίσα! [int.] ισιάζω [v. trans.]
Ισαάκ {άκλ.} ισιασμένος [agg.]
Ισαβέλλα [nome pr. femm.] ισιασμός [s. masch.]
ισάδα {χωρ. πληθ... Ίσιδα [nome pr. femm.]
ισάδι [s. nt.] Ισίδωρος {-ου κ. -ώ...
ίσαλα {ισάλων} ίσιος [agg.]
ίσαλος [agg.] ισιότης [s. femm.]
ίσαμε [prep.] ίσιωμα [s. nt.]
ισάξιος [agg.] ισιωμένος [agg.]
ισαπέχω [v. intr.] ισιώνω [v. trans.]
ισαπέχων [agg.] ίσκα {χωρ. γεν....
ισαπόστολος {ισαποστόλ... Ισκαριώτης [s. masch.]
ισάριθμος [agg.] ισκιερός [agg.]
ισασμένος [agg.] ίσκιος [s. masch.]
ισασμός [s. masch.] ίσκιωμα [s. nt.]
ισάχαριν [s. nt.] ισκιώνω [v. trans.]
Ισδραηλίτης [s. masch.] ισλάμ {άκλ.}
ισημερία {ισημεριών... ισλαμικός [agg.]
ισημερινός [s. masch.] ισλαμισμός [s. masch.]
Ίσθμια [s. nt. pl.] ισλαμίστρια [s. femm.]
ισθμιακός [agg.] Ισλανδή [s. femm.]
ίσθμιος [agg.] Ισλανδία [nome pr. femm.]
ισθμός [s. masch.] ισλανδικός [agg.]
ίσια [avv.] Ισλανδός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: