Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ιονόσφαιρα [s. femm.] Ιούνης [s. masch.]
ιοντικός [agg.] Ιούνιος {Ιουνίου}
ιοντισμός [s. masch.] Ιουννουάριος [s. masch.]
ιοντοθεραπεία {ιοντοθερα... ιουστινιάνειος [agg.]
ιοντοφόρησις [s. femm.] Ιουστινιανός [nome pr. masch.]
Ιορδανία [nome pr. femm.] ιππάριον [s. nt.]
ιορδανικός [agg.] ιππασία {χωρ. πληθ...
Ιορδανός [s. masch.] ιππαστί [avv.]
ιός [s. masch.] ιππέας {ιππ-είς, ...
Ιουδαία [nome pr. femm.] ίππευση [s. femm.]
Ιουδαία [s. femm.] ιππευτική {χωρ. πληθ...
ιουδαϊκός [agg.] ιππεύτρια {ιππευτριώ...
Ιουδαίος [s. masch.] ιππεύω [v. intr.]
ιουδαϊσμός [s. masch.] ιππεύω [v. trans.]
ιούδας [s. masch.] ιππήλατος [agg.]
Ιούδας [nome pr. masch.] ιππικό [s. nt.]
Ιούλης [s. masch.] ιππικός [agg.]
Ιουλία [nome pr. femm.] ιπποδρομία {ιπποδρομι...
ιουλιανός [agg.] ιπποδρομίες [sost femm. pl.]
ιουλιάτικον [s. nt.] ιπποδρόμιο [s. nt.]
Ιουλιέτα [nome pr. femm.] ιππόδρομος {ιπποδρόμ-...
Ιουλιέττα [nome pr. femm.] ιπποδύναμη {-ης κ. -ά...
Ιούλιος [s. masch.] ιππόκαμπος {-ου κ. -ά...
ίουλος {ιούλ-ου |... ιπποκάμπος [s. masch.]
Ιουνάριος [s. masch.] ιπποκομία [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: