Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ιπποκόμος [s. masch.] ιρανικός [agg.]
ιπποκράτειος [agg.] Ιρανός [s. masch.]
Ιπποκράτης {-η κ. -άτ... ιρασιοναλισμός {χωρ. πληθ...
ιππολογία [s. femm.] ιρασιοναλιστής [s. masch.]
Ιππόλυτος {-ου κ. -ύ... ιρασιοναλιστικός [agg.]
ιππονομή [s. femm.] ιρασιοναλίστρια [s. femm.]
ιπποπόταμος [s. masch.] ίρβις [s. femm.]
ίππος [s. masch.] ίριδα {ιρίδων}
ιπποσκευή [s. femm.] ιριδίζω [v. intr.]
ιπποσύνη {χωρ. πληθ... ιριδίζων [agg.]
ιππότης {ιπποτών} ιρίδιο {ιριδίου |...
ιπποτικά [avv.] ιριδιούχος [agg.]
ιπποτικός [agg.] ιριδισμός [s. masch.]
ιπποτισμός {χωρ. πληθ... ιριδοτομία [s. femm.]
ιπποτροφείο [s. nt.] ιριδόχρωμος [agg.]
ιπποτρόφος [s. masch.] ιριδωτός [agg.]
ιπποφορβείο [s. nt.] Ιριίδες [sost femm. pl.]
ίπταμαι [v. pass.] Ίρις {Ίριδ-ος, ...
ιπτάμενος -η -ο λόγ.... ιρίτιδα [s. femm.]
ιπταμένος [agg.] Ιρλανδέζα [s. femm.]
Ιράκ {άκλ.} Ιρλανδέζος [s. masch.]
ιρακινή [s. femm.] Ιρλανδή [s. femm.]
ιρακινός [s. masch.] Ιρλανδία [s. femm.]
Ιράν {άκλ.} ιρλανδικός [agg.]
Ιρανή [s. femm.] Ιρλανδός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: