Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ιππεύτρια {ιππευτριώ... ιπποτικά [avv.]
ιππεύω [v. intr.] ιπποτικός [agg.]
ιππεύω [v. trans.] ιπποτισμός {χωρ. πληθ...
ιππήλατος [agg.] ιπποτροφείο [s. nt.]
ιππικό [s. nt.] ιπποτρόφος [s. masch.]
ιππικός [agg.] ιπποφορβείο [s. nt.]
ιπποδρομία {ιπποδρομι... ίπταμαι [v. pass.]
ιπποδρομίες [sost femm. pl.] ιπτάμενος -η -ο λόγ....
ιπποδρόμιο [s. nt.] ιπταμένος [agg.]
ιππόδρομος {ιπποδρόμ-... Ιράκ {άκλ.}
ιπποδύναμη {-ης κ. -ά... ιρακινή [s. femm.]
ιππόκαμπος {-ου κ. -ά... ιρακινός [s. masch.]
ιπποκάμπος [s. masch.] Ιράν {άκλ.}
ιπποκομία [s. femm.] Ιρανή [s. femm.]
ιπποκόμος [s. masch.] ιρανικός [agg.]
ιπποκράτειος [agg.] Ιρανός [s. masch.]
Ιπποκράτης {-η κ. -άτ... ιρασιοναλισμός {χωρ. πληθ...
ιππολογία [s. femm.] ιρασιοναλιστής [s. masch.]
Ιππόλυτος {-ου κ. -ύ... ιρασιοναλιστικός [agg.]
ιππονομή [s. femm.] ιρασιοναλίστρια [s. femm.]
ιπποπόταμος [s. masch.] ίρβις [s. femm.]
ίππος [s. masch.] ίριδα {ιρίδων}
ιπποσκευή [s. femm.] ιριδίζω [v. intr.]
ιπποσύνη {χωρ. πληθ... ιριδίζων [agg.]
ιππότης {ιπποτών} ιρίδιο {ιριδίου |...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: