Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Ινδουστανός [agg. e s. masc.] ιντιβιντουαλισμός [s. masch.]
ινιακός [agg.] ίντριγκα {χωρ. γεν....
ινίδιο {ινιδί-ου ... ιντριγκιάρα [s. femm.]
ινιδισμός [s. masch.] ίντσα {ιντσών}
ινιδώδης [agg.] ινφάντα [s. femm.]
ινική [s. femm.] ινώδες [sost femm. pl.]
ινίο [s. nt.] ινώδης {ινώδ-ους ...
ινκόγκνιτο [s. nt.] ινωδογόνο [s. nt.]
ινκόγκνιτο [avv.] ίνωμα {ινώμ-ατος...
ινομύωμα {ινομυώμ-α... ινωμάτωση {-ης κ. -ώ...
ινσουλίνη {ινσουλινώ... ίνωση {-ης κ. -ώ...
Ινσουλινικός [agg.] ιξόβεργα [s. femm.]
Ινσουλινισμός [s. masch.] ιξός [s. masch.]
Ινσουλινοθεραπεία [s. femm.] ιξώδες [s. nt.]
ινστιτούτο [s. nt.] ιξώδης {ιξώδ-ους ...
ιντελεκτουαλισμός [s. masch.] ιξωδόμετρο [s. nt.]
ιντελιγκέντσια {χωρ. πληθ... ιοβόλος [agg.]
ίντεξ {άκλ.} ιογενής {ιογεν-ούς...
ιντερβιού {άκλ.} ιογόνος [agg.]
ιντερλούδιο [s. nt.] ιολογία [s. femm.]
ιντερμέδιο [s. nt.] ιολογικός [agg.]
ίντερνετ, ιντερνέτ {άκλ.} ιολόγος [s. masch.]
Ιντερφερομετρία [s. femm.] ιόν {ιόντ-ος |...
Ιντερφερόμετρο [s. nt.] ιονίζω [v. trans.]
ιντερφερόνη {χωρ. πληθ... ιονίζων [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: