Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ιματιοθήκη {ιματιοθηκ... ινδικός [agg.]
ιματιοφύλακας [s. masch. e femm.] ινδο–άρειος [agg. e s. masc.]
ιματιοφυλάκιο {ιματιοφυλ... ινδογερμανικός [agg.]
ιματισμός [s. masch.] Ινδοευρωπαία [s. femm.]
ιμβερτάση [s. femm.] ινδοευρωπαϊκός [agg.]
ιμιτασιόν {άκλ.} Ινδο–Ιρανός [agg. e s. masc.]
ιμπασσαδόρος [s. masch.] ινδοκάρυδο [s. nt.]
ιμπεριαλισμός {χωρ. πληθ... Ινδοκίνα [nome pr. femm.]
ιμπεριαλιστής {ιμπεριαλι... Ινδοκινέζα [s. femm.]
ιμπεριαλιστικός [agg.] ινδοκινέζος [s. masch.]
ιμπεριαλίστρια {ιμπεριαλι... Ινδονησία [nome pr. femm.]
ιμπρεσάριος {-ου κ. -ί... Ινδονήσια [s. femm.]
ιμπρεσιονισμός [s. masch.] ινδονησιακός [agg.]
ιμπρεσιονιστής [s. masch.] Ινδονήσιος [s. masch.]
ιμπρεσιονιστικός [agg.] Ινδός [s. masch.]
ιμπρεσιονίστρια [s. femm.] ινδουισμός {χωρ. πληθ...
ίνα {ινών} ινδουιστής [s. masch.]
ινάτι [s. nt.] ινδουιστικός [agg.]
ίνδαλμα {ινδάλμ-ατ... ινδουίστρια [s. femm.]
Ινδείς [s. masch. pl.] Ινδουστάν [nome pr. masch.]
Ινδή [s. femm.] Ινδουστανός [agg. e s. masc.]
Ινδία [s. femm.] ινιακός [agg.]
ινδιάνα {χωρ. γεν.... ινίδιο {ινιδί-ου ...
ινδιάνικος [agg.] ινιδισμός [s. masch.]
ινδιάνος {χωρ. γεν.... ινιδώδης [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: