Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ικανοποιώ [v. trans.] ιλαρά {χωρ. πληθ...
ικανός [agg.] ιλαρός [agg.]
ικανότατος [agg.] ιλαρότατος [agg.]
ικανότερος [agg.] ιλαρότερος [agg.]
ικανότητα {ικανοτήτω... ιλαρότητα [s. femm.]
ικάντος [s. nt.] ιλαροτραγικός [agg.]
ικάνωσις [s. femm.] ιλαρύνομαι [v. pass.]
ικανώτατος [agg.] ιλαρυντικός [agg.]
ικανώτερος [agg.] ιλαρύνω [v. trans.]
ικεσία {ικεσιών} ίλαρχος {ιλάρχ-ου ...
ικέτευση [s. femm.] ιλαρώτατος [agg.]
ικετευτικά [avv.] ιλαρώτερος [agg.]
ικετευτικός [agg.] ιλασμός [s. masch.]
ικετεύω [v. trans.] ίλεος [agg.]
ικετεύων [agg.] ίλεως [agg.]
ικέτης {ικετών} ίλη {ιλών}
ικέτιδα [s. femm.] Ιλιάδα {-ας κ. -ά...
ικετικός [agg.] ιλιγγιωδέστατος [agg.]
ικέτισσα {ικετισσών... ιλιγγιωδέστερος [agg.]
ικμάδα {χωρ. πληθ... ιλιγγιώδης {ιλιγγιώδ-...
ικρίωμα {ικριώμ-ατ... ίλιγγος {ιλίγγ-ου ...
ικτερικός [agg.] Ιλλυρία [nome pr. femm.]
ίκτερος {ίκτερου |... ιλλυρικός [agg.]
ικτίς [s. femm.] Ιλλυριοί [s. masch. pl.]
ίλαμος [s. masch.] ιλύς {ιλύος | χ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: