Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ιεράρχηση {-ης κ. -ή... ιεροκρατικός [agg.]
ιεραρχία {ιεραρχιών... ιερολαγόνιος [agg.]
ιεραρχικά [avv.] ιερομάντης {-η κ. (λό...
ιεραρχικός [agg.] ιερομάρτυρας {ιερομαρτύ...
ιεραρχώ [v. trans e intr.] ιερομόναχος ο πληθ. ιε...
ιερατείο [s. nt.] ιεροπραξία {ιεροπραξι...
ιερατικός [agg.] ιεροπρέπεια [s. femm.]
ιερέας {-α κ. -έω... ιεροπρεπέστατος [agg.]
ιέρεια {ιερειών} ιεροπρεπέστερος [agg.]
ιερεμιάδα [s. femm.] ιεροπρεπής {ιεροπρεπ-...
Ιερεμίας {-α κ. (λό... ιερός -ή -ό λόγ....
Ιεριχώ {-ώς κ. -ο... ιεροσκόπος [s. masch.]
ιερό [s. nt.] ιεροσυλία {ιεροσυλιώ...
ιεροβοτάνη [s. femm.] ιερόσυλος [agg.]
ιερογλυφικά [s. nt. pl.] ιεροσυλώ [v. intr.]
ιερογλυφικός [agg.] ιεροσύνη {χωρ. πληθ...
ιεροδάσκαλος [s. masch.] ιερότατος [agg.]
ιεροδιάκονος {ιεροδιακό... ιεροτελεστία {ιεροτελεσ...
ιεροδιδασκαλείο [s. nt.] ιεροτελεστικά [avv.]
ιερόδουλη {ιεροδούλω... ιερότερος [agg.]
ιεροδουλία [s. femm.] ιερότητα [s. femm.]
ιεροεξεταστής [s. masch.] ιερουργία {ιερουργιώ...
ιεροεξεταστικός [agg.] ιερουργός [s. masch.]
ιεροκήρυκας {ιεροκηρύκ... ιερουργώ [v. intr.]
ιεροκρατία {ιεροκρατι... ιερουργών [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: